πολιτικολογία

πολιτικολογία
η политическая болтовня, политическое фразёрство; политиканство

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "πολιτικολογία" в других словарях:

  • πολιτικολογία — η φλύαρη πολιτική συζήτηση για πολιτικά πράγματα: Όλη τη μέρα ασχολούνται με το χαρτί και την πολιτικολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολιτικολογία — η, Ν αδιάκοπη και συχνά άσκοπη και ατελέσφορη συζήτηση γύρω από πολιτικά θέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολιτικολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • πολιτικολογώ — έω, Ν μιλώ διαρκώς για πολιτική, μού αρέσει η πολιτικολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολιτικολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη] …   Dictionary of Greek

  • πολιτικολογώ — πολιτικολόγησα, μιλώ πολύ, συνεχώς για πολιτική, μ αρέσει η πολιτικολογία: Όπου κι αν βρισκόταν πολιτικολογούσε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»